- ποδηλατοδρόμος
- ο1. ποδηλάτης, ποδηλατιστής.2. αυτός που αγωνίζεται σε δρόμο με ποδήλατο: Οι ποδηλατοδρόμοι συνοδεύονται και από αυτοκίνητα που τους παρακολουθούν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.