ποδηλατοδρόμος

ποδηλατοδρόμος
ο
1. ποδηλάτης, ποδηλατιστής.
2. αυτός που αγωνίζεται σε δρόμο με ποδήλατο: Οι ποδηλατοδρόμοι συνοδεύονται και από αυτοκίνητα που τους παρακολουθούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδηλατοδρόμος — ο, Ν ο ποδηλάτης και, ειδικά, αυτός που συμμετέχει σε αγώνες ποδηλατοδρομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πόλις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”